μειαγωγός

μειαγωγός
μειαγωγός, -όν (Α)
αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδ-αγωγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μειαγωγός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειαγωγόν — μειαγωγός masc/fem acc sg μειαγωγός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειαγωγία — μειαγωγία, ἡ (Α) [μειαγωγός] η προσφορά τού αρνιού, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες …   Dictionary of Greek

  • μειαγωγείον — μειαγωγεῑον, τὸ (Α) [μειαγωγός] η μειαγωγία* …   Dictionary of Greek

  • μειαγωγώ — μειαγωγῶ, έω (Α) [μειαγωγός] 1. πηγαίνω το αρνί, που πρόκειται να θυσιαστεί, στους φράτορες για ζύγισμα 2. θυσιάζω 3. είμαι λιποβαρής 4. ζυγίζω, ζυγοστατώ 5. μετρώ …   Dictionary of Greek

  • μειαγωγοῦ — μειαγωγέω bring the sacrificial lamb to the scale pres imperat mp 2nd sg (attic) μειαγωγέω bring the sacrificial lamb to the scale imperf ind mp 2nd sg (attic) μειαγωγός masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”